Η τριαντάρα κι ο πρωτάρης

Προς αξιότιμον κον. Χουλκ

Διεύθυνσις: http://houlk.wordpress.com

Σχετικόν: Οι διανοούμενοι, ο Μπάμπης και οι μπούκλες…

(Διαπιστώσεις και απορίες ενός πρωτάρη)

Αγαπητέ φίλε,

Λίγο πολύ, όλοι κάπως έτσι ξεκινήσαμε με το διαδίκτυο. Η ενημέρωση από το διαδίκτυο είναι πολύ πιο αξιόπιστη, απ’ όσο περίμενα αρχικά. Ο εκφοβισμός της τηλεόρασης και τον εφημερίδων (λιγότερο) δεν πέρασε. Αντίθετα έθεσε σε λειτουργία αντανακλαστικά και με βοήθησε να αντιμετωπίσω το θέμα με κριτική ματιά. Σήμερα έχω όχι μία, αλλά τουλάχιστον δέκα πηγές βασικής ενημέρωσης (ηλεκτρονικές εκδόσεις εφημερίδων και περιοδικών, τηλεοπτικών σταθμών κλπ) στην ελληνική, άλλες τόσες στην αγγλική, και τέσσερις πέντε πύλες με πληροφορίες γενικού περιεχομένου. Αυτή όμως είναι η μία πλευρά.

Η άλλη πλευρά της πληροφόρησης είναι η… αντιπληροφόρηση! Η επισήμανση των «μικρών» και ασήμαντων ειδήσεων που παίρνουν αξία και μέγεθος από τη δική μας ανάγνωση. Η προβολή ειδήσεων που δεν βρήκαν το δρόμο τους για το τυπογραφείο ή για το news room της τηλεόρασης. Και δεν είναι μόνο αυτό, Είναι και η οπτική των «ειδήσεων» που πλασάρουν οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί. Με μια «βόλτα» στα ιστολόγια εισπράττεις τόσες ακόμα ματιές για τα πράματα, που απαλλάσσεσαι από τον κόπο να «στύψεις το μυαλουδάκι σου» και να καταλάβεις «τι ήθελε να πει ο ποιητής»…

Δεν θα στρουθοκαμηλίσω. Στο άπειρο των τοποθετήσεων θα βρεις και κάποιες που εκκινούν με δόλο ή με ιδιοτέλεια. Η λύση είναι το φιλτράρισμα. Εκεί νομίζω πως κερδίζουμε από την ενασχόλησή μας με τα νέα μέσα. Μπορεί να λαμβάνουμε αρκετή «τροφή στο πιάτο», αλλά είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε το είδος και την ποιότητα της.

Ταυτόχρονα, με αργά, αλλά σταθερά βήματα, το κέντρο βάρους της «παραγωγής» ειδήσεων μεταφέρεται από τα καφενεία στα φόρουμ, από τις γειτονιές στα ιστολόγια κι απ’ τις πλατείες στο youtube. Μην αυταπατάσαι όμως. Η πάλη κατά του (κακώς εννοούμενου) κατεστημένου συνεχίζει να γίνεται στους δρόμους και στις πορείες.

Το τρικ όπως βλέπεις είναι απλό. Το «καρότο» είναι η ενημέρωση και το μαστίγιο ο χρόνος που αναγκάζεσαι να ξοδέψεις. Κάποιες φορές είναι και οι υποχωρήσεις που θα χρειαστεί να κάνεις.

Χρόνος που είναι χρήμα. Που ποτέ δεν είναι ελεύθερος.

*

Η Magica, αν θυμάμαι καλά, είχε στο BlogSpace μια αναφορά για τις παράπλευρες δραστηριότητες που πηγάζουν από το blogging. Κυρίως αυτές τις επικοινωνίας και της διάδρασης με τους αναγνώστες. Διαβάζοντας τις γραμμές εκείνες, υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν θα υποπέσω στο σφάλμα του ιδιότυπου αυτού spamming, σχολιάζοντας πέρα δώθε για να αλιεύσω αναγνώστες. Όσο κι αν προσπάθησα όμως να είμαι φειδωλή στα σχόλια, σιγά σιγά δέθηκα με κάποιους ανθρώπους, τους οποίους σήμερα θεωρώ φίλους και φίλες.

Διαβάζω αρκετά blog, αλλά γνωρίζω πως είναι τεχνικά αδύνατο να καταφέρει κάποιος να παρακολουθήσει τι συμβαίνει στη μπλογκόσφαιρα. Ξεκινάς με τη λογική πως γράφεις και ίσως κάποιος σε διαβάσει, ενώ διαβάζεις γνωρίζοντας πως είσαι περαστικός αναγνώστης, εφήμερος κι ασήμαντος.

Θέλει βέβαια κάποια αυτοπεποίθηση, αλλά πρέπει να προσέχεις το… καλάμι! (μακριά από μας). Με μια εικοσάδα αναρτήσεις, αρκετοί θα έλεγαν πως δεν «δικαιούμαι δια να ομιλώ», αλλά εγώ πιστεύω πως σημασία έχεις πως νιώθεις κι όχι πως σε προσδιορίζουν κανόνες και δεοντολογίες. Εξάλλου, κανένας κανόνας δε λέει πως για να διαβάσεις, να γράψεις ή να σχολιάσεις σε ένα ιστολόγιο πρέπει να έχεις MSN, Facebook, MySpace κλπ.

Όπως έχω γράψει και σε παλαιότερο άρθρο μου από ‘δω, διαλέγεις αυτά που «σου πάνε», αυτά που βρίσκεις χρηστικά και ανάλογα τα προσαρμόζεις στη ζωή σου – δεν προσαρμόζεις τη ζωή σου σ’ αυτά. Για παράδειγμα, γράφω με ψευδώνυμο και λειτουργώ διαδικτυακά κάτω από τη σκέπη του, αφού ούτε πρόσκληση από εφημερίδα περιμένω να μπω στο μισθολόγιό της (δεν είναι κι ο τύπος των κειμένων μου πρόσφορος άλλωστε), ούτε τις Εκδόσεις Μαραθιά περιμένω να με αναζητήσουν, για να με εκδώσουν σε ιστοβιβλίο. Χρησιμοποιώ όμως το Facebook επώνυμα και αυστηρά για τη δουλειά μου και οι επαφές μου περιορίζονται σε άτομα σχετικά μ’ αυτή, που δεν γνωρίζουν τη «δράση» μου στα blogs. Ίσως επειδή η ματαιοδοξία μου περιορίζεται και βαυκαλίζεται στη διαδικτυακή παρέα, που με αναζητά όταν «χαθώ» απ’ το blog καμιά μέρα παραπάνω απ’ όσο συνηθίζω, και στη «φυσική» μου παρέα που πίνοντας τον καφέ μας, κουτσομπολεύουμε τα του διαδικτύου μας.

Θα κλείσω με μια μεγάλη προσφορά, που θα σε βγάλει απ’ τον ψυχαναγκασμό και το άγχος σου. Ένα μυστικό του διαδικτύου που μου το χάρισε απλόχερα οικείο μου πρόσωπο (με Forward στο mail μου): «Στο διαδίκτυο κανείς δεν οφείλει να εξηγήσει σε κανένα για ποιο λόγο σιωπά»

Με εκτίμηση,

Mara Lisha

Διαβάστε επίσης:

Τη Λουκρητία και τους λόγους που δε διαβάζει το μπλογκ σας!

Τον Μπάμπη… τον ιντερνετάκια, από τον Spy

και για όσους θέλουν να πέσουν σε πιο βαθιά νερά:

Η κλειστή αγορά των ΜΜΕ και γιατί τα ιστολόγια δεν γίνεται να την ανοίξουν, από την αναΜόρφωση.

~ από Mara Lisha στο 31 Ιουλίου, 2008.

4 Σχόλια to “Η τριαντάρα κι ο πρωτάρης”

  1. Στο διαδίκτυο κανείς δεν οφείλει να εξηγήσει σε κανένα για ποιο λόγο σιωπά!

    Λίγες λέξεις, πολλή αλήθεια!

  2. Ευχαριστώ για την απάντηση, τις κατευθύνσεις και τη προσφορά.Στο διαδίκτυο κανείς δεν οφείλει να εξηγήσει σε κανένα για ποιο λόγο σιωπά…ούτε για ποιό λόγο γράφει, θα συμπληρώσω.
    Καλημέρα.

  3. Δεν είναι μόνο αυτά που λες. Είναι και ο τρόπος σου να με πείθεις πάντα. Μπήκα να διαβάσω το καινούριο σου ποστ πριν από μιάμιση ώρα! Κι έχω διαβάσει κατασκόπους (φίλτατος), μεταλλαγμένους ήρωες (πολύ καλή), ανέκδοτα του προηγούμενου ήρωα και δε συμμαζεύεται. Εγώ αυτό βρίσκω ενδιαφέρον και ψυχαγωγικό και χρήσιμο: να γνωρίζω ανθρώπους. Και ναι, τους γνωρίζω, ρε συ. Αν ήξερα τι χρώμα μαλλιά έχεις θα σε ήξερα καλύτερα; Φιλιά και καλό μήνα!

  4. @Teddyboy
    Απόλυτο δίκιο έχεις καλέ μου φίλε. Άλλωστε αυτό είναι που μου αρέσει πιο πολύ στο internet.

    @ hulk
    Οφείλω να ζητήσω συγνώμη. 🙂
    Συνέχισε την καλή δουλειά.

    @ ξωτικό μου
    Το τελευταίο διάστημα κάπως έτσι νιώθω κι εγώ. Μου αρέσει που έρχομαι σε επαφή με νέους (άγνωστους τελείως προς εμέ) ανθρώπους.
    Καστανό είναι το χρώμα, αν και νομίζω πως οι φίλοι που απέκτησα, με αγάπησαν και τους αγάπησα για το ταπεραμέντο τους.

Σχολιάστε