Πυγολαμπίδες…

•31 Ιουλίου, 2011 • Σχολιάστε

Ένα από τα αγαπημένα μου μέρη στη χώρα μας είναι ένα μικρό ξωκλήσι στις παρυφές του Μπέλες. Η ομορφιά του τοπίου σε μαγνητίζει. Αφήνεις το βλέμμα σου στο απέραντο γαλάζιο τ’ ουρανού κι έχεις στο βάθος κόντραστ το καταπράσινο δάσος που οριοθετούν η λίμνες Κερκίνη και Δοϊράνη.

Προχθές το απόγευμα που ήμουν πολύ κουρασμένη και προβληματισμένη μ’ έβγαλε ο δρόμος μου ως εκεί. Άναψα ένα κεράκι και κάθισα στο πεζούλι της αυλής του μέχρι που χάθηκα στον ορίζοντα, μαζί με τις σκέψεις και τις σκοτούρες μου. Ήταν κι η ώρα τέτοια που τα έκανε όλα να μοιάζουν ειδυλλιακά. Τι πιο όμορφο άλλωστε από το θέαμα του ήλιου που γέρνει αργά πίσω απ’ την κορυφογραμμή και κοκκινίζει τις λίμνες σαν να ‘ταν δυο φλεγόμενα μάτια.

Σύντροφος της στιγμής μια απρόσμενη ησυχία. Μια στιγμή που χάνονται όλοι οι ήχοι, ακόμα κι απ’ τα ζώα και τα δέντρα. Και τότε ξεπροβάλλουν οι πυγολαμπίδες, κουκκίδες της νιότης μας που χάθηκαν απ’ την καθημερινότητα μας, που αντικαταστάθηκαν από φώτα νέον και προβολείς αυτοκινήτων. Μικρή θυμάμαι να τις μαζεύω και να τις φυλακίζω σε γυάλινα βάζα με χάρτινο πώμα, σφραγισμένο με λαστιχάκι απ’ τα μαλλιά. Τις κάναμε φανάρια να μας δείχνουν λέει το δρόμο να μη χανόμαστε στα φουντωτά μονοπάτια.

Θυμάμαι τη γιαγιά να με μαλώνει που φυλάκιζα τα «ζωντανά του Θεού». Με την ίδια αγάπη φρόντιζε και τον κήπο της. Σαν να ήταν άνθρωπος, μικρό παιδί που ήθελε φροντίδα να μεγαλώσει.

Κι ενώ απολάμβανα τη μαγεία της στιγμής με κατατρόμαξε ένα θρόισμα της βλάστησης λίγα μέτρα πιο πέρα. Η πρώτη σκέψη ήταν ο αρχέγονος φόβος του ερπετού: φίδι! Σαν γενναίο κορίτσι γύρισα και κοίταξα με επιφύλαξη… ένα μικρό και χαριτωμένο σκαντζοχοιράκι. Κι ύστερα άνοιξε με μιας το μπαούλο με τις αναμνήσεις…

Ασήμαντα πράγματα ήθελα να γράφω…

•31 Ιουλίου, 2011 • Σχολιάστε

Ανοίγεις το βιβλίο και διαβάζεις. Διαβάζεις για τα σημαντικά. Για κείνα που πρέπει να ξέρεις. Και σου λέει πως τα πιο σημαντικά στοιχεία που προσδιορίζουν τον άνθρωπο – τον προσδιόριζαν την εποχή του Σωκράτη και του Πλάτωνα, τον προσδιορίζουν και τώρα, είναι οι σχέσεις φιλίας που έχει. Οι συναναστροφές του. Οι άνθρωποι που αγαπά, που σκέφτεται, που θυμάται. Οι άνθρωποι που του παράγουν σκέψεις κι απορίες. Τύψεις κι ενοχές. Εκείνοι που κάνουν το μυαλό να δουλεύει μ’ ακόμη πιο γρήγορες στροφές, την καρδιά να χτυπά μ’ ακόμη πιο γρήγορους ρυθμούς και την αναπνοή του να μη φτάνει να θρέψει όλες αυτές τις σωματικές διεργασίες. Γιατί όλα αυτά μας περιβάλλουν, συνειδητά ή ασυναίσθητα, συναισθηματικά ή ασυνείδητα, στο τέλος, μένουν σαν ίζημα, σαν κατακάθι του καφέ, από ένα πείραμα χημείας της ζωής μας, για να μας καθορίσουν και να μας δώσουν ταυτότητα…

Μ’ ένα κλικ

•15 Μαρτίου, 2011 • Σχολιάστε

Λένε πως μία εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις. Πάντα ένιωθα ένα δέος απέναντι στους φωτογράφους που είχαν την «τύχη» να φωτογραφίζουν κάτι όμορφο, άπιαστο, χαρούμενο, λυπημένο· και να το αποτυπώνουν με την κάμερα τους. Θεωρούσα ότι ήταν «τύχη», μα έκανα λάθος. Που κατάφερναν να βρίσκονται στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή….

Πόσο έξω έπεσα: μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις, αλλά υπάρχουν φορές που μια εικόνα σου δημιουργεί χιλιάδες συναισθήματα και κανείς μα κανείς δεν σε προετοιμάζει γι αυτό που θα νιώσεις όταν τις δεις. Κι αυτό είναι μαγεία.

Από την Παρασκευή, μαζί με όλη την υπόλοιπη υφήλιο μαζί κι εγώ, κατακλύστηκα από εικόνες που με βρήκαν απροετοίμαστη. Βίντεο όπου έδειχναν τα στοιχεία της φύσης να παραλύουν ένα ολόκληρο κράτος. Ανήμπορη πολλές φορές να παρακολουθήσω την εξέλιξη, να φανταστώ την έκταση του κακού, να νιώσω τον κρύο αέρα που σε κάνει να ριγείς, τη λάσπη να ακουμπάει το δέρμα σου, το νερό να σου γεμίζει τα πνευμόνια,  βρέθηκα καρφωμένη με το βλέμμα στο κενό. Δεν έριξα ούτε δάκρυ. Αποχαυνωμένη μόνο, έβλεπα στον δέκτη της τηλεόρασης την εικόνα. Πολύ μακριά από μένα. Πολλοί κι οι επιστήμονες στα κανάλια που διαβεβαίωναν εμένα, «την Ευρωπαία», ότι δεν θα μου συμβεί το παραμικρό. Δεν θα επηρεάσει τη ζωή μου. Οι επιπτώσεις θα είναι «τοπικού χαρακτήρα». Αν είσαι φίλος του σούσι – μπορείς να συνεχίσεις να τρως άφοβα. Αν είσαι γκατζετάκιας υπάρχουν στο εμπόριο και άλλης ηπείρου φλασάκια. Κι αυτό το είπαν οι ειδικοί εφησυχαστικά. Και δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να νιώσει. Να συλλυπηθεί. Να πονέσει.

Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο περισσότερες φωτογραφίες και βίντεο εμφανίζονταν στο διαδίκτυο και στην τηλεόραση. Σχόλια από φίλους, άρθρα σε blogs, ιστορίες διασωθέντων….

Μέχρι εχθές το απόγευμα όπου και  τυχαία έπεσα πάνω σε μια φωτογραφία η οποία με συγκλόνισε, με συγκίνησε κι ένα δάκρυ κύλησε χωρίς να το θέλω. Κι ο χρόνος σταμάτησε εκεί. Κάθε φορά που κάθομαι στον υπολογιστή γυρνώ ασυναίσθητα πίσω για να ξαναδώ μια ιστορία η οποία διαδραματίζεται σε τρεις φωτογραφίες. Κλικάρω την πρώτη και συνεχίζω πατώντας το βελάκι ώσπου να προβάλει η οθόνη την δεύτερη και την τρίτη. Και ξανά από την αρχή. Γυρνώ για να δω τον πόνο, την απελπισία, την αγωνία, την πίκρα, την απογοήτευση. Πρωταγωνιστές μια γυναίκα κι ένα παιδί. Μια λασπωμένη γυναίκα κρατά στα χέρια της ένα παιδί και σπαράζει. Στο θέαμα αυτών των φωτογραφιών έσπασα. Ηλεκτρίστηκα. Ένιωσα. Έζησα. Πείσμωσα.

Από το άλμπουμ: Japan Earthquake & Tsunami του  Bahram Hemmati

Δεν είναι μακριά από μένα. Ένα κλικ στον υπολογιστή είναι και με βρίσκει πάντα εκεί. Στην εποχή της οπτικής ίνας και της απομόνωσης βρίσκω χώρο να διαμαρτυρηθώ στην απέχθεια. Μ’ ένα κλικ. Βρίσκομαι εκεί. Στα χαλάσματα. Στους τόνους λάσπης. Στον μαύρο ουρανό. Στον πανικό. Στον πόνο εκατομμυρίων συνανθρώπων μου. Στις γειτονιές του κόσμου…

Με συναισθήματα από την ψυχή μου για την ψυχή μου…

•29 Ιανουαρίου, 2011 • Σχολιάστε

Μεγάλωσα με την καμπούρα της προσφυγιάς στην πλάτη. Τρίτη γενιά, ζω σε επαρχιακή πόλη στην παραμεθόριο…

Όλες οι αναμνήσεις μου μια σονάτα του Μίκη Θεοδωράκη. Πόντος, αίμα, μίασμα.

Εθνική σύνταξη κι ανταλλάξιμα χωράφια. Αυτό ήμουν, αυτό είμαι… Εικοσιένα στρέμματα στους πρόποδες ενός βουνού. Δέθηκα με το βουνό. Η μοίρα το είχε.

Με σκλήρυναν τα λόγια.  Με πόνεσαν οι πράξεις. Έναν τοίχο έχω κι αυτόν θα κρατήσω. Μακριά από ηθικοπλαστικά μηνύματα τυχαίων ανθρώπων που διαφεντεύουν τις αλήθειες τους μέσα από  ιστορίες άλλων. Εγώ την δική μου ιστορία την έγραψα και δεν χωρά παρεκκλίσεις. Με συναισθήματα από την ψυχή μου για την ψυχή μου.

Η φάκα… by mojo-49

•18 Ιανουαρίου, 2011 • 2 Σχόλια


To κείμενο είναι του καλού μου φίλου Mojo!

Πάνε αρκετά χρόνια που ο John Steinbeck έγραψε το αριστούργημα «Άνθρωποι και Ποντίκια»,  μάλιστα όταν γράφτηκε αυτή η νουβέλα το 1937 (μετά το κραχ), ήταν μια αναφορά στο δικαίωμα του ανθρώπου για το «όνειρο»,  την ανθρώπινη μοναξιά, αλλά και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.  Όλα αυτά φαντάζουν τόσο επίκαιρα όσο ποτέ, γεμίζοντας τα απέραντα λιβάδια της ψυχής με το πιο περίεργο άρωμα της φύσης.

Ωστόσο ο άνθρωπος δεν άλλαξε – ίσως τα ποντίκια να μεταλλάχθηκαν από μόνα τους και να πλησίασαν περισσότερο τα γονίδια του ανθρώπου. Οι διαφορές πια είναι μηδαμινές, η κλεψύδρα του χρόνου τις εξάλειψε τόσο που μας κάνει να ξεχωρίζουμε σχεδόν μόνο από την ουρά, οι συσχετισμοί γίνονται ολοένα πιο κοντινοί μας κάνοντας τον αγώνα επιβίωσης κοινό σκοπό.

Ο Τζώρτζ και ο Λέννυ (ήρωες) βρίσκονται παντού, τους συναντάς στη βαριεστιμάρα και την ρουτίνα της καθημερινότητας, τους ξεχωρίζεις από το μπλαζέ ύφος, από τους ρύπους των σιελογόνων αδένων που η εκτόξευση χολής φτάνει σε επίπεδα ατομικού ρεκόρ. Υπάρχουν και άλλες ουσιαστικές διαφορές, π.χ. στα αυτιά – έχουν μεγαλύτερα, για να μπορούν να αντιλαμβάνονται τον επερχόμενο κίνδυνο εξόντωσης τους και να την κοπανάν την κατάλληλη στιγμή. Την στιγμή που πρέπει για να περισώσουν όχι το τομάρι τους, αλλά την αξιοπρέπεια του τυριού που άφησαν πίσω τους….

Είναι και αυτή η ουρά…

Εμείς σαν γένος δεν είχαμε ποτέ,  ίσως γιατί δε θα την προστατεύαμε σωστά μέσα στα σκέλια μας…

Υπάρχουν δυο κατηγορίες τρωκτικών, ποντίκια που μοιάζουν με ανθρώπους και ποντίκια που παρέμειναν ποντίκια, και για τις δυο κατηγορίες ένας είναι ο κίνδυνος »η φάκα».  Προσωπικά είμαι ζωόφιλος και η φάκα παραμένει βίαιο και ξεπερασμένο είδος!

Ο μόνος τρόπος να απαλλαγείς από αυτά είναι η απομόνωση, να τα βλέπεις να περπατάνε αργά και νωχελικά, να περνάνε από δίπλα σου μασουλώντας το θήραμα του εγώ τους και συ να γελάς, να βουτάνε την ουρά τους στο μπουκάλι με το λάδι αλληλογλείφοντας το ένα το άλλο και συ να γελάς, αυτό είναι χειρότερο κι από την ξεπερασμένη φάκα, είναι λιγότερο βίαιο μα πιο αποτελεσματικό! Κάποια μέρα, ούτως η άλλως, θα παγιδευτούν μέσα στα απέραντα λιβάδια της ψυχής νιώθοντας μέσα τους, το περίεργο άρωμα της φύσης και ίσως πάψουν να εγκαταλείπουν πρώτα το πλοίο της ζωής.

Ο Τζώρτζ και ο Λέννυ ειναι δίπλα σου, αφουγκράζεσαι το κροτάλισμα από τα κοφτερά δόντια τους…

Αφιερωμένο στον Μίκυ Μάους της διπλανής πόρτας!